- δυσεξελικτος
- δυσεξέλικτοςδυσ-εξέλικτος2который трудно развить, т.е. крайне сложный, запутанный
(κινήσεις, βούλευμα Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κινήσεις, βούλευμα Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δυσεξέλικτος — δυσεξέλικτος, ον (Α) 1. αυτός που δύσκολα ξετυλίγεται 2. δυσεξήγητος 3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) δυσεξέλικτα με δύσκολους ελιγμούς … Dictionary of Greek
δυσεξέλικτος — hard to unfold masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσεξελίκτως — δυσεξέλικτος hard to unfold adverbial δυσεξέλικτος hard to unfold masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσεξέλικτον — δυσεξέλικτος hard to unfold masc/fem acc sg δυσεξέλικτος hard to unfold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσεξελίκτους — δυσεξέλικτος hard to unfold masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσεξελίκτῳ — δυσεξέλικτος hard to unfold masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσεξέλικτα — δυσεξέλικτος hard to unfold neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)